θεσμικός

θεσμικός
-ή, -ό [θεσμικός]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους θεσμούς («θεσμικός νόμος»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • θεσμικός — ή, ό θέσμιος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Βέλτσος, Γεώργιος — (Αθήνα 1944 –). Νομικός και κοινωνιολόγος, καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Σπούδασε στη νομική σχολή του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και κοινωνιολογία στο Παρίσι. Σταδιοδρόμησε ως πανεπιστημιακός στο Πάντειο Πανεπιστήμιο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”